ὀκτάπηχυς

ὀκτάπηχυς
ὀκτά-πηχυς, υ,
A eight cubits long,

δοκός Inscr.Délos 290.174

(iii B. C.), Callix.2, cf. LXX 3 Ki.7.47(10), Plb.5.89.6, Str.3.5.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οκτάπηχυς — υ (Α ὀκτάπηχυς και ὀκτώπηχυς και, δωρ. τ. ὀκτάπαχυς) αυτός που έχει μήκος οκτώ πήχεων («δοκὸς ὀκτάπηχυς», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πήχυς] …   Dictionary of Greek

  • οκτάπαχυς — ὀκτάπαχυς, υ (Α) (δωρ. τ.) βλ. οκτάπηχυς …   Dictionary of Greek

  • οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… …   Dictionary of Greek

  • οκτώπηχυς — ὀκτώπηχυς, υ (Α) βλ. οκτάπηχυς· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”